θυσάνουρα

θυσάνουρα
(thysanura). Έντομα μικρού μεγέθους, χωρίς φτερά (απτερυγωτά). Στην άκρη του κάτω μέρους του σώματός τους φέρουν νηματοειδή εξαρτήματα σαν κεραίες. Τα έντομα αυτά ζουν κυρίως σε υγρούς τόπους, στις φλούδες των δέντρων, κάτω από πέτρες ή σε υπόγειους χώρους. Τρέφονται, με τη βοήθεια ενός μασητήρα, με σάπιους φυτικούς οργανισμούς. Τα θ. ζουν και στις κατοικίες των ανθρώπων, στις οποίες καταστρέφουν τα καλύμματα των βιβλίων, τα υφάσματα, τα τρόφιμα, τα ζωγραφισμένα χαρτιά καθώς και οτιδήποτε περιέχει άμυλο. Το αντιπροσωπευτικότερο γένος των εντόμων του είδους είναι γνωστό με την ονομασία λέπισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απτερυγωτά — Έντομα που δεν δέχονται μεταμορφώσεις και χαρακτηρίζονται από έλλειψη φτερών σε όλη τους τη ζωή. Τα α. είναι μικρά και περιλαμβάνουν τρεις τάξεις: πρώτουρα, θυσάνουρα, κολλέμβολα. Τα είδη της τάξης των πρώτουρων ζουν κρυμμένα μέσα στο υγρό χώμα… …   Dictionary of Greek

  • θερμόβια — η γένος εντόμων τής οικογένειας lepismatidae, τάξη θυσάνουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermobia < thermo (πρβλ. θερμ(ο) * + βία (πρβλ. βίος)] …   Dictionary of Greek

  • θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”