- θυσάνουρα
- (thysanura). Έντομα μικρού μεγέθους, χωρίς φτερά (απτερυγωτά). Στην άκρη του κάτω μέρους του σώματός τους φέρουν νηματοειδή εξαρτήματα σαν κεραίες. Τα έντομα αυτά ζουν κυρίως σε υγρούς τόπους, στις φλούδες των δέντρων, κάτω από πέτρες ή σε υπόγειους χώρους. Τρέφονται, με τη βοήθεια ενός μασητήρα, με σάπιους φυτικούς οργανισμούς. Τα θ. ζουν και στις κατοικίες των ανθρώπων, στις οποίες καταστρέφουν τα καλύμματα των βιβλίων, τα υφάσματα, τα τρόφιμα, τα ζωγραφισμένα χαρτιά καθώς και οτιδήποτε περιέχει άμυλο. Το αντιπροσωπευτικότερο γένος των εντόμων του είδους είναι γνωστό με την ονομασία λέπισμα.
Dictionary of Greek. 2013.